νεκροκεφαλή

νεκροκεφαλή
η
κεφαλή νεκρού χωρίς σάρκες, κρανίο σκελετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η. λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νεκροκεφαλή — η κρανίο σκελετού ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Tales of the Dead — Title page of Tales of the Dead (1813). Tales of the Dead was an English anthology of horror fiction, published in 1813 by the publishing house White, Cochrane and Co. Contents 1 …   Wikipedia

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • λεπιδόπτερα — (lepidoptera). Μεγάλη τάξη oλομετάβολων εντόμων, δηλαδή εντόμων με πλήρη μεταμόρφωση, τα οποία φέρουν την κοινή ονομασία ψυχές ή πεταλούδες όταν βρίσκονται στο στάδιο του ώριμου ή ακμαίου ατόμου. Το στάδιο της προνύμφης ονομάζεται κάμπη και το… …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • ουσάρος — Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών …   Dictionary of Greek

  • πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… …   Dictionary of Greek

  • αχεροντία — (acherontia). Γένος λεπιδόπτερων εντόμων της οικογένειας των σφιγγιδών. Ζουν στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, τη Μαδαγασκάρη και στα νησιά των Αζόρων. Το τέλειο έντομο έχει άνοιγμα πτερύγων 10 12 εκ., ενώ το μήκος της προνύμφης μπορεί να φτάσει …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”